25.3.13

Μακάβριο Τέλος


















Αυτή τη φορά όταν θα σβήσω
θα έχω κάποιον να υπομείνει τους λυγμούς των δικών μου -
θα έχω 2 φίλους να καθησυχάζουν τους λυγμούς,
να καθησυχάζουν τη μελαγχολική αναμονή.
Ίσως γυρίσω
Όλοι γύρω μου κλαίνε,
η μητέρα μου, η αδερφή μου ,
ο ηττημένος πατέρας μου,
ο εραστής μου, οι φίλοι μου, οι ερωμένες μου.
Έχω όμως 2 φίλους που καθησυχάζουν τους λυγμούς  
Σβήνω
Έχω όμως 2 φίλους που καθησυχάζουν τους λυγμούς τους
Έσβησα, πέθανα, ξεψύχησα, χάθηκα –
έπαυσα να υπάρχω.
Ήτανε όλοι τριγύρω μου
και τους έβλεπα σαν φαντάσματα.
Ήμουν στο κρεβάτι του μακάβριου τέλους
Όλοι ξέραν και εγώ ήξερα
ότι ήτανε οι τελευταίες μου ανάσες.
Ανάσες
Εισπνοή -  Εκπνοή
μου απέμειναν  μόνο λίγες.
Εισπνοή - Εκπνοή
μου έχουνε μείνει ελάχιστες.
Απλώνω τα άκρα μου
Απλώνω τα χέρια μου
Απλώνω τα πόδια μου
Τεντώνομαι
στο κρεβάτι του μακάβριου τέλους.
Όλοι  γύρω μου κλαίνε
Κλαίνε τα φαντάσματα
Κλείνω τα μάτια μου
οι ζωές μου, οι στιγμές μου
σχίζουν τη μνήμη μου
σχίζουν το κρανίο μου.
Τίποτα δεν είναι αιώνιο
Η ζωή μου ολοκληρώνεται, τελειώνει.
Χάνεται με την τελευταία μου ανάσα
Το δωμάτιο χάνεται
Αλλοιώνεται μέσα στο χρόνια
Λιώνουν οι πέτρες
Λιώνουν τα τζαμιά
Λιώνουν οι πόρτες, οι κλειδαριές
Λιώνουν οι πίνακες, λιώνουν τα βάζα,
λιώνουν τα λουλούδια πιο γρήγορα από ότι φανταζόμουνα.
Λιώνουν όλα τα δώρα που μου είχαν κάνει
Λιώνουν όλα τα δώρα που είχα μαζέψει
Με την πάροδο του χρόνου
λιώνει η εικόνα μου –
η αφήγηση μου.

Ένα δωμάτιο στοιχειωμένο
Πεθαίνω
Ένα δωμάτιο με φαντάσματα να κλαίνε
Πεθαίνω
Το παλιό μου γραφείο φθείρεται
και εγώ σαν παλιά ξεθωριασμένη εικόνα
να πίνω, να καπνίζω , να φωνάζω
φθείρομαι.
Ο παλιός μου καθρέφτης
το περασμένο μου είδωλο.
Κοιτώ το ρευστό ομοίωμα μου
να χορεύει  μπροστά στον καθρέφτη -
και είμαι εδώ έτοιμη να χαθώ.
Είμαι σε αυτό το κρεβάτι που έχω γεράσει
Είμαι σε αυτό το κρεβάτι που έχω κάνει έρωτα,
που έχω νοιώσει την αγάπη να διεισδύει μέσα μου,
που έχω ζητήσει από τον άντρα μου
να αδειάσει μέσα μου όλο του το σπέρμα.
Είμαι σε αυτό το κρεβάτι του μακάβριου τέλους
με απλωμένο τεντωμένο όλο μου το σώμα.
Όλο μου το σώμα
έτοιμο να πεθάνει –
να ηρεμήσω.
Το σώμα μου θα πεθάνει -
ο νους μου θα ηρεμήσει.
Το σώμα μου θα πεθάνει
πάνω σε αυτά τα ξεθωριασμένα σεντόνια.
Όλοι τριγύρω  μου κλαίνε.
Ο καθένας μόνος του.

2.3.13

Διέγερση



φωτογραφίες : Max Sauco

















Λευκές σελίδες
Λευκά χρόνια
Λευκές αναμνήσεις
Ανίκανη
Τα άκρα της κομμένα σε φέτες
Το κάθε ένα έχει διαλέξει ένα σημείο του ορίζοντα 
Τετραμελισμένη
Ανίκανη να επιλέξει
                να αποφασίσει
                να ξεχωρίσει
Ανίκανη να προκρίνει
Αποκοιμισμένη
Αποκοιμισμένη τρέχει
Αποκοιμισμένη τρώει
Αποκοιμισμένη αναπνέει
Μισοκοιμισμένη
Ανήμπορη να πραγματώσει το όνειρο του εραστή της
Ανίκανη να περπατήσει μόνη της
Λευκά χρόνια
Λευκές αναμνήσεις
Ανίκανη να πραγματώσει το δικό της όνειρο
Είχε κάποτε πολλά όνειρα
Γεμάτα ταξίδια, έρωτες, περιπέτειες
Έμεινε μόνη της -
μόνη μαζί με όλους τους άλλους τριγύρω της.
Στα επίσημα δείπνα
την ντύνει η αδερφή της,
ξεχωρίζει μια επίσημα βελούδινη καρέκλα
απλώνει το φόρεμα της
και απλώς κάθεται μέχρι να τελειώσει η νύχτα .
Όλοι οι άλλοι χορεύουν,
υψώνουν τα κρυστάλλινα ποτήρια τους
κάνουν από μια πρόποση
για να εορτάσουν την ευτυχία τους.
Πίνουν σαμπάνια,
γελάνε,
αυτή εκεί με επουλωμένες τις πέντε αισθήσεις της.
Σαν άγαλμα
Ένα άγαλμα με ένα πολύ όμορφο φόρεμα,
μακρύ,
γαλάζιο.
Στέκεται
Κοιτάζει τις συγχρονισμένες κινήσεις του όχλου.
Στοιβάζει τις απορίες της
και μένει άφωνη. 
Σαν μια σιωπηλή βασίλισσα
στο  θρόνο της,
δεν έχει πια τη δύναμη
να εξουσιάσει το βασίλειο της.
Το φόρεμα της λάμπει,
φουσκώνει στον ήχο της μοναξιάς της.
Μόνη της
στο επίσημο δείπνο.
Η αδερφή της χαρούμενη,
χαρμόσυνη, κεφάτη -  
είναι η αδερφή της.

Δεν αντέχει άλλο
Σκίζει το φόρεμα της
Με τα χέρια της
Με τα άσχημα νύχια της
Σκίζει το γαλάζιο επίσημο φόρεμα της
Οι οικοδεσπότες
την βλέπουνε γυμνή,
την αντιλαμβάνονται, την επιβλέπουν.

Όλο της το σώμα σημαδεμένο,
ματωμένο, γδαρμένο, γρατζουνισμένο.
Ουρλιάζει
Ξεμπλέκει τα μαλλιά της
Σηκώνεται πάνω στην καρέκλα
Γυμνή
Σημαδεμένη
Τα μάτια της τεντωμένα,
κοκκινισμένα.
 Δακρύζει και φωνάζει:
«Δεν αντέχω άλλο».
Ανεβαίνει επάνω στο μεγάλο επίσημο τραπέζι
Σπάει όλα τα ποτήρια, τα πιάτα
και πατάει παντού όλα τα υπόλοιπα,
φαγητά, σερβίτσια, χαρτοπετσέτες, τσιγάρα, αναπτήρες, μαχαιροπίρουνα.
Αδειάζει το τραπέζι
και χορεύει ένα βαλς
μόνη της
με το φάντασμα του παλιού εαυτού της.
Τον αποχαιρετάει,
αποχαιρετάει τον παλιό της εαυτό.
Τον χαϊδεύει, τον σφίγγει στην αγκαλιά της
Είναι η ίδια,
μόνο που είναι ντυμένη και δεν δακρύζει.
«Σε αγαπάω» της ψιθυρίζει
Θέλει να της κάνει έρωτα
Την γδύνει
Ένα πολύ όμορφο λευκό δέρμα,
κομψό λευκό δέρμα,
δικό της
είναι δικό της
της ανήκει
και θέλει να το αποχωριστεί.
Οι μελανιές της κερδίζουν
Την ξαπλώνει στο τραπέζι
και την γλύφει παντού.
Η αδερφή της σβήνει όλα τα φώτα,
παλεύει μέσα στο σκοτάδι.
Μέσα στη νύχτα,
κάνει έρωτα στον εαυτό της.
Ο οργασμός του λευκού κορμιού της
θα σημάνει το τέλος της.  
Ορθώνει το ανάστημα της
Παίρνει αγκαλιά το κορμί της
σιγά-σιγά τρώει όλο της το σώμα.
Η λευκή οπτασία
νηφάλια
απολαμβάνει τη φθορά της.
Η μανιασμένη γυναίκα ξύπνησε,
δυνατή,
εκφραστικότατη,
όχι πια σιωπηλή.
Έφαγε την καρδιά της,
το μυαλό της,
τα γεννητικά της όργανα.
Τώρα ξέρει ποια είναι
Είναι η αυτοκράτειρα του βασίλειου της,
του εαυτού της.
Δεν τρομάζει, δεν ελπίζει σε τίποτα.
Γνωρίζει τον εαυτό της
Γνωρίζει την αδερφή της
Γνωρίζει τον κόσμο
Στέκεται όρθια,
άγρια, μανιασμένη.
Η αφρισμένη επιθυμία της
να φάει τον εαυτό της
την άφησε μόνη της μέσα στην επίσημη αίθουσα.
Ακόμα και η αδερφή της
έφυγε.
 Η άδεια αίθουσα
είναι όλη δική της.
Άδεια
Κατεβαίνει  από το βωμό της
Φοράει το σκισμένο φόρεμα της
Ξεπλένει τα αίματα
με δροσερό λευκό κρασί.
Χτενίζεται με τα δύσμορφα δάχτυλα της
Αποχαιρετάει την άδεια αίθουσα
Είναι πιο δυνατή,
πιο δυνατή
και σίγουρα
πιο όμορφη.

Ιερός Πόνος




















Η καρδιά μου πονάει
για αυτή τη ζωή που τελειώνει.
Πόσο μικρή είναι η ζωή μας
Εκατό χρόνια δεν μας φτάνουν
Διαλύομαι ήρεμα σαν κερί
Δίπλα σε ναούς
Σιγά σιγά η φλόγα μου μικραίνει
καθώς καίγομαι.
Σιγά σιγά η φλόγα μου μικραίνει
καθώς  σβήνω.
Κουβαλάω τόσες ευχές
Ευχές για ευτυχία
Ευχές για μακροζωία
Ευχές για υγεία
Ευχές για χρήμα
Ευχές
Εκατομμύρια ευχές
από όλους τους πιστούς.
Κάθε πιστός με ανάβει,
εκμυστηρεύεται την επιθυμία του, την  ευχή του,
την προσευχή του, την δέηση του, την παράκληση του.
Ελπίζοντας και ευγνωμονώντας.
Ο κάθε πιστός
με αντιλαμβάνεται σαν τη δίοδο
για να μιλήσει με το θείο -
να γνωστοποιήσει το θείο.
Η φλόγα μου συστέλλεται
Κάποιες ευχές θα χαθούν
Κάποιες θα γίνουνε αστέρια
για να φωτίζουν όλη την πόλη.                             
Και όταν θα σβήσω, θα χαθώ -
θα είμαι νέα.
Θα είμαι νέα
και πάλι θα έρχονται οι πιστοί.
Άλλος με βάζει δίπλα στο Ganesh
άλλος στην Kάλι
άλλος σε άλλον θεό.
Άλλοι με βάζουν γύρω από τις στούπες 
 μουρμουρίζοντας θιβετάνικες  μάντρες.
Άλλοι με ανάβουν και διαβάζουν αρχαία ποιήματα,
άλλοι διαβάζουν μικρά κοάν,
άλλοι διαβάζουν αρχαίες τραγωδίες
γραμμένες στα σανσκριτικά.

Και όταν σβήσω
θα έχουνε μάθει μια ολόκληρη ιστορία.
Θα έχουνε μάθει μια ιστορία
για τους θεούς τους.
Ένα θρύλο
Ένα μύθο
Μια περιπέτεια
Άλλοι με καίνε για να κάνουν έρωτα στην ερωμένη τους
Να της χαϊδέψουν το στήθος
Να της φιλήσουν τη ραχοκοκαλιά
Να της φιλήσουν τη ραχοκοκαλιά της
μέσα στο ημίφως μου.
Άλλοι με ανάβουν για να στάξουν
λίγο από το σώμα μου
πάνω στα ακριβά σημεία της γιογκίνι τους,
και όταν θα σβήσω θα είναι αγκαλιασμένοι.

Όταν σβήσω θα έχω πάρει
τις ευχές των πιστών μαζί μου.

Φέρω ένα άλγος -
έναν ιερό πόνο στην καρδιά μου.
 Χρόνια με τα χρόνια
σβήνει, καταπραΰνεται.
Καθώς η φλόγα μου μικραίνει
μικραίνει και η καρδιά μου -
μικραίνει και ο πόνος -
σαν να μην υπήρξε ποτέ.