8.12.06

Προς τα πού να κοιτάξω


Δεν υπάρχω φωνάζω
Και μου λες μιαν αλήθεια παροδική:
«είσαι ένα γύναιο τέρας
δίχως αρχές και ηθική»

Τι να πιστέψω
σαν δεν ξέρω εσύ
πιο μυστικό κοράνι έχεις ασπαστεί τελικά
Πάλι μου λες :
«δεν υπάρχουν γραφές που
να τις ασπάζεσαι μέχρι το τέλος»
Ιεροί απόστολοι
σε αρχαίο ναό
ένα ψεύτικο θεό θα απελάσουν ,
τη λατρεία τους στο τέλος θα σφάξουν

Δεν υπάρχεις σου λέω
Και μου λες δυνατά :
«ναι , ίσως αυτό αλήθεια να είναι»

6.12.06

Λευκό Χάσμα



Άνθρωποι δίχως συναίσθημα ,
νομίζουν πως αγαπούν
μα θαυμάζουν τον εαυτό τους
μέσα από άλλων ανθρώπων τα μάτια.
Δεν αγαπάνε
μα ασύδοτα διψάνε
να αγαπηθούν

Δεν είναι κανείς εδώ
να με φιλοξενήσει μοναχά για μια νύχτα
Τη λίπιντο του κάθε έκφυλου να προσπεράσω

«Έκφυλη πουτάνα» , λέω στον εαυτό μου
«Λευκό Χάσμα,
…κάτι ανάμεσα σε ζώο και άνθρωπο»

Κορμιά μαζεμένα ,
τρέμουν
πραγματοποιώντας τις τυφλή φαντασία τους.
Ένα φτηνιάρικο όργιο ,
κλέβοντας παραστάσεις αρχαίων ελλήνων ,
μονάχα ερεθισμένα αιδοία και πέη
Σκληρά πέη νομίζουν
πως ένα καλό γαμήσι θα τους φτάσει σε οργασμό
τους λείπει ο αισθησιασμός και η ποιητικότητα του έρωτα
Σουρεάλ πόρνο εικόνες
δίχως ρομαντισμό
Χυδαία λόγια ,
ψεύτικοι οργασμοί
Χάθηκε η μοναδικότητα της απόλαυσης
Όλοι μαζί
Γυμνοί άντρες γυναίκες ,
Κανείς τους ξεχωριστά
Κανείς με κανέναν

Η υπέροχη στύση τους με θλίβει

Σα να χάνεται για λίγα δευτερόλεπτα το κοινό

Δεν ξέρω για ποιον χειροκροτάνε
και πως είναι δυνατόν
εγώ να έχω αυτόν το ρόλο;

Χάδια δίχως καμιά προστασία

Είναι τα ήρεμα θηρία που τρώνε τη πόλη μας.

Αδάμαστες γυναίκες
















Κάποιες άσχημες γυναίκες κλαίνε ,
που δεν τις αγάπησε ποτέ κανείς
Γριές μάγισσες
που ξέχασαν τα ξόρκια τους ,
τη γιατρειά από το μίσος ,
τον αυτάρκη πόνο τους.

Σαν μια γυναίκα που πονάει ,
Γέννησε μα έφαγε το μωρό της
Πείναγε
δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί
να θρέψει τον εαυτό της
Το μητρικό γάλα ξυνίζει ,
πικρίζει , το πίνει…πνίγει τον εαυτό της

Και άλλες γυναίκες
που την πιστή αθωότητα θέλαν να δελεάσουν
να υποδεχτούν το δίλημμα
να ανασηκώσουν
το κρυφό σου άγιο όφι

Και είναι και αυτές
που με μέτρο πηδήχταν
που με μέτρο υποκύπτουν σε γνωριμίες ξένες
που δε γελάνε ασταμάτητα
που δεν παραδέχονται πως κλαίνε
και όμως λύσσαξαν σαν μείνανε μόνες
Και έτσι φορέσανε τα πρόστυχα ρούχα τους και βγήκαν έξω
δίχως μέτρο να πηδηχτούν
δίχως μέτρο να υποκύψουν σε γνωριμίες ξένες
να γελάνε ασταμάτητα
να ουρλιάζουν που μόνες τους μείνανε
να ουρλιάζουν για τη ζωή που δεν ζήσανε
και να γυρνάνε στο σπίτι τους μόνες
Είναι κάποιες γυναίκες που κλαίνε