Λευκές σελίδες
Λευκά χρόνια
Λευκές αναμνήσεις
Ανίκανη
Τα άκρα της κομμένα σε φέτες
Το κάθε ένα έχει διαλέξει ένα σημείο του ορίζοντα
Τετραμελισμένη
Ανίκανη να επιλέξει
να αποφασίσει
να ξεχωρίσει
Ανίκανη να προκρίνει
Αποκοιμισμένη
Αποκοιμισμένη τρέχει
Αποκοιμισμένη τρώει
Αποκοιμισμένη αναπνέει
Μισοκοιμισμένη
Ανήμπορη να πραγματώσει το όνειρο του εραστή της
Ανίκανη να περπατήσει μόνη της
Λευκά χρόνια
Λευκές αναμνήσεις
Ανίκανη να πραγματώσει το δικό της όνειρο
Είχε κάποτε πολλά όνειρα
Γεμάτα ταξίδια, έρωτες, περιπέτειες
Έμεινε μόνη της -
μόνη μαζί με όλους τους άλλους τριγύρω της.
Στα επίσημα δείπνα
την ντύνει η αδερφή της,
ξεχωρίζει μια επίσημα βελούδινη καρέκλα
απλώνει το φόρεμα της
και απλώς κάθεται μέχρι να τελειώσει η νύχτα .
Όλοι οι άλλοι χορεύουν,
υψώνουν τα κρυστάλλινα ποτήρια τους
κάνουν από μια πρόποση
για να εορτάσουν την ευτυχία τους.
Πίνουν σαμπάνια,
γελάνε,
αυτή εκεί με επουλωμένες τις πέντε αισθήσεις της.
Σαν άγαλμα
Ένα άγαλμα με ένα πολύ όμορφο φόρεμα,
μακρύ,
γαλάζιο.
Στέκεται
Κοιτάζει τις συγχρονισμένες κινήσεις του όχλου.
Στοιβάζει τις απορίες της
και μένει άφωνη.
Σαν μια σιωπηλή βασίλισσα
στο θρόνο της,
δεν έχει πια τη δύναμη
να εξουσιάσει το βασίλειο της.
Το φόρεμα της λάμπει,
φουσκώνει στον ήχο της μοναξιάς της.
Μόνη της
στο επίσημο δείπνο.
Η αδερφή της χαρούμενη,
χαρμόσυνη, κεφάτη -
είναι η αδερφή της.
Δεν αντέχει άλλο
Σκίζει το φόρεμα της
Με τα χέρια της
Με τα άσχημα νύχια της
Σκίζει το γαλάζιο επίσημο φόρεμα της
Οι οικοδεσπότες
την βλέπουνε γυμνή,
την αντιλαμβάνονται, την επιβλέπουν.
Όλο της το σώμα σημαδεμένο,
ματωμένο, γδαρμένο, γρατζουνισμένο.
Ουρλιάζει
Ξεμπλέκει τα μαλλιά της
Σηκώνεται πάνω στην καρέκλα
Γυμνή
Σημαδεμένη
Τα μάτια της τεντωμένα,
κοκκινισμένα.
Δακρύζει και φωνάζει:
«Δεν αντέχω άλλο».
Ανεβαίνει επάνω στο μεγάλο επίσημο τραπέζι
Σπάει όλα τα ποτήρια, τα πιάτα
και πατάει παντού όλα τα υπόλοιπα,
φαγητά, σερβίτσια, χαρτοπετσέτες, τσιγάρα, αναπτήρες, μαχαιροπίρουνα.
Αδειάζει το τραπέζι
και χορεύει ένα βαλς
μόνη της
με το φάντασμα του παλιού εαυτού της.
Τον αποχαιρετάει,
αποχαιρετάει τον παλιό της εαυτό.
Τον χαϊδεύει, τον σφίγγει στην αγκαλιά της
Είναι η ίδια,
μόνο που είναι ντυμένη και δεν δακρύζει.
«Σε αγαπάω» της ψιθυρίζει
Θέλει να της κάνει έρωτα
Την γδύνει
Ένα πολύ όμορφο λευκό δέρμα,
κομψό λευκό δέρμα,
δικό της
είναι δικό της
της ανήκει
και θέλει να το αποχωριστεί.
Οι μελανιές της κερδίζουν
Την ξαπλώνει στο τραπέζι
και την γλύφει παντού.
Η αδερφή της σβήνει όλα τα φώτα,
παλεύει μέσα στο σκοτάδι.
Μέσα στη νύχτα,
κάνει έρωτα στον εαυτό της.
Ο οργασμός του λευκού κορμιού της
θα σημάνει το τέλος της.
Ορθώνει το ανάστημα της
Παίρνει αγκαλιά το κορμί της
σιγά-σιγά τρώει όλο της το σώμα.
Η λευκή οπτασία
νηφάλια
απολαμβάνει τη φθορά της.
Η μανιασμένη γυναίκα ξύπνησε,
δυνατή,
εκφραστικότατη,
όχι πια σιωπηλή.
Έφαγε την καρδιά της,
το μυαλό της,
τα γεννητικά της όργανα.
Τώρα ξέρει ποια είναι
Είναι η αυτοκράτειρα του βασίλειου της,
του εαυτού της.
Δεν τρομάζει, δεν ελπίζει σε τίποτα.
Γνωρίζει τον εαυτό της
Γνωρίζει την αδερφή της
Γνωρίζει τον κόσμο
Στέκεται όρθια,
άγρια, μανιασμένη.
Η αφρισμένη επιθυμία της
να φάει τον εαυτό της
την άφησε μόνη της μέσα στην επίσημη αίθουσα.
Ακόμα και η αδερφή της
έφυγε.
Η άδεια αίθουσα
είναι όλη δική της.
Άδεια
Κατεβαίνει από το βωμό της
Φοράει το σκισμένο φόρεμα της
Ξεπλένει τα αίματα
με δροσερό λευκό κρασί.
Χτενίζεται με τα δύσμορφα δάχτυλα της
Αποχαιρετάει την άδεια αίθουσα
Είναι πιο δυνατή,
πιο δυνατή
και σίγουρα
πιο όμορφη.
1 comment:
Άκρως ενδιαφέρον, και πολλά βήματα μπροστά από πλευράς ωριμότητας και ποιητικού ύφους! Χαιρετίζω, επίσης, την εξαιρετική αισθητική στη χρήση της γλώσσας! Μια αληθινά ευχάριστη έκπληξη, ομολογώ!
Post a Comment